Greek Meaning of factorship

εμπορικός σταθμός

Other Greek words related to εμπορικός σταθμός

Definitions and Meaning of factorship in English

Webster

factorship (n.)

The business of a factor.

FAQs About the word factorship

εμπορικός σταθμός

The business of a factor.

πράκτορας,Δικηγόρος,αντιπρόσωπος,αναπληρωτής,διευθυντής,υπουργός,πληρεξούσιος,αντιπρόσωπος,Πρέσβης,εκδοχέας

σύνθετο,μάζα,άθροισμα,συνολικό,ολόκληρος,σύνολο,συνδυασμός,σύνθετος,σύνολο,μίγμα

factorizing => παραγοντοποίηση, factorized => παραγοντοποιημένος, factorize => Διαλύω σε παράγοντες, factorization => Παραγοντοποίηση, factorise => παραγοντοποίηση,