Greek Meaning of factorship
εμπορικός σταθμός
Other Greek words related to εμπορικός σταθμός
- πράκτορας
- Δικηγόρος
- αντιπρόσωπος
- αναπληρωτής
- διευθυντής
- υπουργός
- πληρεξούσιος
- αντιπρόσωπος
- Πρέσβης
- εκδοχέας
- κυλικείο
- διπλωμάτης
- απεσταλμένος
- υπουργός Εξωτερικών
- λειτουργικός
- εισαγγελέας
- εκπρόσωπος
- αντικατάσταση
- εκπρόσωπος τύπου
- υπότιτλος
- αντικαταστάτης
- παρένθετη μητέρα
- εναλλασσόμενος
- διαιτητής
- Διαιτητής
- αντίγραφο ασφαλείας
- μεσίτης
- μεσολαβητής
- διπλωμάτης
- Διανομέας
- απεσταλμένος
- Πληροφοριοδότης
- μεσάζοντας
- Λεγάτος
- Σύνδεσμος
- μεσολαβητής
- μεσάζοντας
- επιστόμιο
- ειρηνοποιός
- Αναπληρωματικός παίκτης
- πληρεξούσιος
- Πρώτος
- Προφήτης
- ανάγλυφο<br>
- ομιλητής
- εκπρόσωπος τύπου
- κατάσκοπος
- Αντικαταστάτης
- αναπληρωματικός
- Αρμόδιος υπάλληλος
Nearest Words of factorship
- factory => εργοστάσιο
- factory farm => εργοστασιακ κτηνοτροφία
- factory price => τιμή εργοστασίου
- factory ship => Εργοστασιακό πλοίο
- factory whistle => σφυρίχτρα εργοστασίου
- factory worker => Εργάτης εργοστασίου
- factory-made => εργοστασιακής παραγωγής
- factotum => Φακτότουμ
- factotums => δούλος των πάντων
- facts of life => Γεγονότα της ζωής
Definitions and Meaning of factorship in English
factorship (n.)
The business of a factor.
FAQs About the word factorship
εμπορικός σταθμός
The business of a factor.
πράκτορας,Δικηγόρος,αντιπρόσωπος,αναπληρωτής,διευθυντής,υπουργός,πληρεξούσιος,αντιπρόσωπος,Πρέσβης,εκδοχέας
σύνθετο,μάζα,άθροισμα,συνολικό,ολόκληρος,σύνολο,συνδυασμός,σύνθετος,σύνολο,μίγμα
factorizing => παραγοντοποίηση, factorized => παραγοντοποιημένος, factorize => Διαλύω σε παράγοντες, factorization => Παραγοντοποίηση, factorise => παραγοντοποίηση,