Greek Meaning of factoring
παραγοντοποίηση
Other Greek words related to παραγοντοποίηση
Nearest Words of factoring
- factorisation => Παραγοντοποίηση
- factorise => παραγοντοποίηση
- factorization => Παραγοντοποίηση
- factorize => Διαλύω σε παράγοντες
- factorized => παραγοντοποιημένος
- factorizing => παραγοντοποίηση
- factorship => εμπορικός σταθμός
- factory => εργοστάσιο
- factory farm => εργοστασιακ κτηνοτροφία
- factory price => τιμή εργοστασίου
Definitions and Meaning of factoring in English
factoring (n)
(mathematics) the resolution of an expression into factors such that when multiplied together they give the original expression
factoring (p. pr. & vb. n.)
of Factor
factoring (n.)
The act of resolving into factors.
FAQs About the word factoring
παραγοντοποίηση
(mathematics) the resolution of an expression into factors such that when multiplied together they give the original expressionof Factor, The act of resolving i
επιτρέπω (για),προβλέπω,εξετάζω,παρέχω (σε),Σεβασμός,λαβαίνω υπόψη,προσαρμόζω,Προσαρμόζω,συνθήκη,αναλογίζομαι
έκπτωση,αδιαφορία,ανάλυση παραγόντων (έξω)
factories => Εργοστάσια, factorial => παραγοντικό, factoress => παράγοντας, factored => διχοτομημένος, factorage => Γεγονός,