Greek Meaning of factored

διχοτομημένος

Other Greek words related to διχοτομημένος

Definitions and Meaning of factored in English

Webster

factored (imp. & p. p.)

of Factor

FAQs About the word factored

διχοτομημένος

of Factor

επιτρέπω (για),προβλέπω,εξετάζω,παρέχω (σε),Σεβασμός,λαβαίνω υπόψη,προσαρμόζω,Προσαρμόζω,συνθήκη,αναλογίζομαι

έκπτωση,αδιαφορία,ανάλυση παραγόντων (έξω)

factorage => Γεγονός, factor xiii => Παράγοντας XIII, factor xii => Παράγοντας XII, factor xi => Παράγοντας XI, factor x => παράγοντα x,