Greek Meaning of wholehearted

εγκάρδιος

Other Greek words related to εγκάρδιος

Definitions and Meaning of wholehearted in English

Wordnet

wholehearted (s)

with unconditional and enthusiastic devotion

FAQs About the word wholehearted

εγκάρδιος

with unconditional and enthusiastic devotion

φλογερός,ενθουσιώδης,φλογερό,γνήσιος,παθιασμένος,πρόθυμος,σοβαρός,ενθουσιασμένος,ενθουσιώδης,γενναιόδωρος

αδιάφορος ,αδιάφορος,αποστασιοποιημένος,απρόθυμος,χλιαρός,αδιάφορος,χλιαρός,επιπόλαιος,Χλιαρός,αδιάφορος

whole works => συλλογικά έργα, whole wheat flour => αλεύρι ολικής, whole wheat bread => Ολικής άλεσης ψωμί, whole tone => τόνος, whole to part relation => Σχέση όλου-μέρους,