Greek Meaning of wholeheartedly
ολόψυχα
Other Greek words related to ολόψυχα
- φλογερός
- ενθουσιώδης
- φλογερό
- γνήσιος
- παθιασμένος
- πρόθυμος
- σοβαρός
- ενθουσιασμένος
- ενθουσιώδης
- γενναιόδωρος
- παθιασμένος
- ζωηρός
- ειλικρινής
- ζωηρός
- ζωηρός
- ζεστός
- ολόψυχος, όλος ψυχή, ολοψύχως
- ζηλωτής
- απόλυτος
- κινούμενη
- πρόθυμος
- καλή τη πίστει
- Ενεργητικός
- Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση
- εγκάρδιος
- απότομος
- Ανδρείος
- ανυπόμονος
- αποφασισμένος
- ανεπηρέαστος
- απροκάλυπτος
- αναμφισβήτητος
- ειλικρινής
- ανεξέλεγκτος
- βίαιη
- αδιάφορος
- αδιάφορος
- αποστασιοποιημένος
- απρόθυμος
- χλιαρός
- αδιάφορος
- χλιαρός
- επιπόλαιος
- Χλιαρός
- αδιάφορος
- αμφίβολος
- αμφίβολος
- διστακτικός
- αδιάφορος
- αδιάφορος
- κατάλληλος
- απρόθυμος
- ανθεκτικό
- άψυχος
- προσωρινός
- αβέβαιος
- αδιάφορος
- μη ενθουσιασμένος
- απρόθυμος
- καθυστερημένος
- καθυστερημένος
- εξαναγκαστικός
- Εμπλοκή
- Διστακτικός
- συγκρατημένος
- απρόθυμος
Nearest Words of wholeheartedly
- wholehearted => εγκάρδιος
- whole works => συλλογικά έργα
- whole wheat flour => αλεύρι ολικής
- whole wheat bread => Ολικής άλεσης ψωμί
- whole tone => τόνος
- whole to part relation => Σχέση όλου-μέρους
- whole step => Τόνος
- whole snipe => Ολόκληρος σκαλίδρα
- whole shebang => Ολο το πακέτο
- whole rest => Ολόκληρο παύση
- wholeheartedness => ειλικρίνεια
- whole-hoofed => Οπληφόρο
- whole-length => μεγάλου μήκους
- wholemeal => ολικής αλέσεως
- wholeness => ολότητα
- wholesale => χονδρική
- wholesale house => Χονδρικό εμπορικό κατάστημα
- wholesale price index => Δείκτης τιμών χονδρικής
- wholesaler => χονδρέμπορος
- wholesome => υγιεινός
Definitions and Meaning of wholeheartedly in English
wholeheartedly (r)
without reserve; without reservation
FAQs About the word wholeheartedly
ολόψυχα
without reserve; without reservation
φλογερός,ενθουσιώδης,φλογερό,γνήσιος,παθιασμένος,πρόθυμος,σοβαρός,ενθουσιασμένος,ενθουσιώδης,γενναιόδωρος
αδιάφορος ,αδιάφορος,αποστασιοποιημένος,απρόθυμος,χλιαρός,αδιάφορος,χλιαρός,επιπόλαιος,Χλιαρός,αδιάφορος
wholehearted => εγκάρδιος, whole works => συλλογικά έργα, whole wheat flour => αλεύρι ολικής, whole wheat bread => Ολικής άλεσης ψωμί, whole tone => τόνος,