Greek Meaning of desirously

επιθυμητά

Other Greek words related to επιθυμητά

Definitions and Meaning of desirously in English

Webster

desirously (adv.)

With desire; eagerly.

FAQs About the word desirously

επιθυμητά

With desire; eagerly.

ανήσυχος,φλογερός,πρόθυμος,πρόθυμος,ενθουσιώδης,ενθουσιασμένος,απότομος,ανυπόμονος,ανυπόμονος,διψασμένος

αδιάφορος ,ανεπίσημος,αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,αδιάφορος,αδιάφορος,απόμακρος,αποστροφή,αποσπασμένος

desirous => επιθυμητός, desiring => επιθυμούν, desirer => επιθυμητής, desireless => Αδιάφορος, desirefulness => επιθυμία,