Greek Meaning of desistive
αποτρεπτικός
Other Greek words related to αποτρεπτικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of desistive
- desition => Απόφαση
- desitive => παθητικός
- desk => γραφείο
- desk clerk => Υπάλληλος υποδοχής
- desk dictionary => Επιτραπέζιο λεξικό
- desk officer => Υπάλληλος γραφείου
- desk phone => Επιτραπέζιο τηλέφωνο
- desk sergeant => υπαστυνόμος υπηρεσίας
- deskbound => καθηλωμένος στο γραφείο
- desk-bound => δεμένος στο γραφείο
Definitions and Meaning of desistive in English
desistive (a.)
Final; conclusive; ending.
FAQs About the word desistive
αποτρεπτικός
Final; conclusive; ending.
No synonyms found.
No antonyms found.
desisting => παραιτούμενος, desisted => απέσχε, desistance => παύση, desist => παραιτούμαι, desirousness => επιθυμία,