FAQs About the word desk-bound

δεμένος στο γραφείο

restricted to working in an office rather than in an active physical capacity

No synonyms found.

No antonyms found.

deskbound => καθηλωμένος στο γραφείο, desk sergeant => υπαστυνόμος υπηρεσίας, desk phone => Επιτραπέζιο τηλέφωνο, desk officer => Υπάλληλος γραφείου, desk dictionary => Επιτραπέζιο λεξικό,