Greek Meaning of deskbound
καθηλωμένος στο γραφείο
Other Greek words related to καθηλωμένος στο γραφείο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of deskbound
- desk-bound => δεμένος στο γραφείο
- desked => Με γραφείο
- desking => Γραφείο
- deskman => υπάλληλος γραφείου
- desktop => επιφάνεια εργασίας
- desktop computer => Επιτραπέζιος υπολογιστής
- desktop publishing => Επιτραπέζια Εκδοτική
- deskwork => Γραφική εργασία
- desman => σμιχτούρα
- desmanthus ilinoensis => Desmanthus illinoensis
Definitions and Meaning of deskbound in English
deskbound (s)
restricted to working in an office rather than in an active physical capacity
FAQs About the word deskbound
καθηλωμένος στο γραφείο
restricted to working in an office rather than in an active physical capacity
No synonyms found.
No antonyms found.
desk sergeant => υπαστυνόμος υπηρεσίας, desk phone => Επιτραπέζιο τηλέφωνο, desk officer => Υπάλληλος γραφείου, desk dictionary => Επιτραπέζιο λεξικό, desk clerk => Υπάλληλος υποδοχής,