Greek Meaning of electively

εκλεκτικά

Other Greek words related to εκλεκτικά

Definitions and Meaning of electively in English

Webster

electively (adv.)

In an elective manner; by choice.

FAQs About the word electively

εκλεκτικά

In an elective manner; by choice.

εναλλάξ,εναλλακτικά,είτε,αντί,προαιρετικά,επιθυμητά,ευχαρίστως,κατά προτίμηση,εύκολα,εθελοντικά

με τη βία,ακούσια,Απρόθυμα,απρόθυμα

elective course => Προαιρετικό μάθημα, elective => προαιρετικό, electionered => έκανε προεκλογικό αγώνα, electioneering => προεκλογική εκστρατεία, electioneerer => κομματικός παράγοντας,