Greek Meaning of electively
εκλεκτικά
Other Greek words related to εκλεκτικά
Nearest Words of electively
- elective course => Προαιρετικό μάθημα
- elective => προαιρετικό
- electionered => έκανε προεκλογικό αγώνα
- electioneering => προεκλογική εκστρατεία
- electioneerer => κομματικός παράγοντας
- electioneer => εκλογικός
- election fraud => Εκλογική νοθεία
- election district => Εκλογική περιφέρεια
- election day => ημερα εκλογων
- election commission => Εκλογική Επιτροπή
Definitions and Meaning of electively in English
electively (adv.)
In an elective manner; by choice.
FAQs About the word electively
εκλεκτικά
In an elective manner; by choice.
εναλλάξ,εναλλακτικά,είτε,αντί,προαιρετικά,επιθυμητά,ευχαρίστως,κατά προτίμηση,εύκολα,εθελοντικά
με τη βία,ακούσια,Απρόθυμα,απρόθυμα
elective course => Προαιρετικό μάθημα, elective => προαιρετικό, electionered => έκανε προεκλογικό αγώνα, electioneering => προεκλογική εκστρατεία, electioneerer => κομματικός παράγοντας,