Greek Meaning of electorship
εκλογικό σώμα
Other Greek words related to εκλογικό σώμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of electorship
- electra => Ηλέκτρα
- electra complex => Σύμπλεγμα Ηλέκτρας
- electre => ηλεκτρολύτης
- electrepeter => ηλεκτρόμετρο
- electress => Εκλέκτορας
- electric => Ηλεκτρικός
- electric arc => Ηλεκτρικό τόξο
- electric automobile => Ηλεκτρικό αυτοκίνητο
- electric battery => Ηλεκτρική μπαταρία
- electric bell => Ηλεκτρικό κουδούνι
Definitions and Meaning of electorship in English
electorship (n.)
The office or status of an elector.
FAQs About the word electorship
εκλογικό σώμα
The office or status of an elector.
No synonyms found.
No antonyms found.
electorial => εκλογικός, electoress => εκλέκτορας, electorate => εκλογικό σώμα, electorality => εκλογιμότητα, electoral system => εκλογικό σύστημα,