Greek Meaning of maidenly
παρθενικός
Other Greek words related to παρθενικός
- αγορίστικος
- κοριτσίστικος
- αφελής
- αφελή
- παρθενικός
- Νεαρός
- νεανικός
- βρεφώδης
- παιδικός
- βρεφικός
- παιδαριώδης
- αθώος
- νεανικός
- παιδαριώδης
- αφελης
- τρυφερό
- Αγέλαστος
- αν δοκιμαστεί
- νεανικός
- Έφηβος
- άπειρος
- Πράσινο
- Ανώριμος
- άπειρος
- παιδαριώδης
- ανήλικος
- παιδαριώδης
- άπτερος
- άμορφος
- άθελά του
- Άγουρο
- Άγουρο
- άνοστος
- ανεκπαίδευτος
Nearest Words of maidenly
Definitions and Meaning of maidenly in English
maidenly (s)
befitting or characteristic of a maiden
maidenly (a.)
Like a maid; suiting a maid; maiden-like; gentle, modest, reserved.
maidenly (adv.)
In a maidenlike manner.
FAQs About the word maidenly
παρθενικός
befitting or characteristic of a maidenLike a maid; suiting a maid; maiden-like; gentle, modest, reserved., In a maidenlike manner.
αγορίστικος,κοριτσίστικος,αφελής,αφελή,παρθενικός,Νεαρός,νεανικός,βρεφώδης,παιδικός,βρεφικός
ενήλικας,προηγμένος,έμπειρος,Ώριμος,πρόωρος,ώριμος,ενήλικας,γνώση,εκλεπτυσμένος,κοσμικός
maidenlike => παρθενικός, maidenhead => Παρθενικός υμένας, maidenhair tree => Γκίνγκο, maidenhair spleenwort => τριχωτό της Αφροδίτης, maidenhair fern => Αδιάντο,