Greek Meaning of horny
Κέρατο
Other Greek words related to Κέρατο
- ζεστό
- παθιασμένος
- διεγερμένος
- επιθυμητικός
- ενθουσιασμένος
- αίγειος
- ανήθικος
- φαγούρα
- ερωτικός
- άσεμνος
- Ολισθηρός
- Ολισθηρός
- καυλιάρης
- Φριβολος
- αυθαίρετος
- κατευνασμένος
- διεφθαρμένος
- παρακμιακός
- εκφυλισμένος
- Υποβαθμισμένο
- Αποθαρρυμένος
- διεστραμμένος
- διασκορπισμένος
- διεφθαρμένος
- εύκολος
- γρήγορος
- απρεπής
- χαλαρός
- σατιρικός, -ή, -ό
Nearest Words of horny
Definitions and Meaning of horny in English
horny (s)
feeling great sexual desire
having horns or hornlike projections
made of horn (or of a substance resembling horn)
horny (superl.)
Having horns or hornlike projections.
Composed or made of horn, or of a substance resembling horn; of the nature of horn.
Hard; callous.
FAQs About the word horny
Κέρατο
feeling great sexual desire, having horns or hornlike projections, made of horn (or of a substance resembling horn)Having horns or hornlike projections., Compos
ζεστό,παθιασμένος,διεγερμένος,επιθυμητικός,ενθουσιασμένος,αίγειος,ανήθικος,φαγούρα,ερωτικός,άσεμνος
Άγαμος,αγνός,αξιοπρεπής,κρύο,άμωμος,σεμνός,ηθικός,καθαρός,ενάρετος,αθώος
hornwrack => μόρμυρος, hornwort => Κερατόφυλλο, hornwork => κέρας, horntail => σίρεξ, hornswoggle => εξαπατώ,