Greek Meaning of pureness
{καθαρότητα}
Other Greek words related to {καθαρότητα}
Nearest Words of pureness
- purely => αποκλειστικά
- puree => πουρές
- purebred => καθαρόαιμος
- pureblooded => καθαρόαιμος
- pureblood => αυθεντικός
- pure tone => Καθαρός τόνος
- pure mathematics => αγνή μαθηματικά
- pure imaginary number => Καθαρός φανταστικός αριθμός
- pure gold => Ατόφιο χρυσάφι
- pure binary numeration system => Καθαρό δυαδικό σύστημα αρίθμησης
Definitions and Meaning of pureness in English
pureness (n)
being undiluted or unmixed with extraneous material
the state of being unsullied by sin or moral wrong; lacking a knowledge of evil
a woman's virtue or chastity
FAQs About the word pureness
{καθαρότητα}
being undiluted or unmixed with extraneous material, the state of being unsullied by sin or moral wrong; lacking a knowledge of evil, a woman's virtue or chasti
αγνότητα,αθωότητα,αγνότητα,καθαριότητα,ορθότητα,ευπρέπεια,καλοσύνη,αθωότητα,τελειότητα,περιουσία
Κακία,διαφθορά,Διαφθορά,κακός,Ανηθικότητα,αδικία,Λιμπερτινισμός,ακολασία,ακολασία,σπατάλη
purely => αποκλειστικά, puree => πουρές, purebred => καθαρόαιμος, pureblooded => καθαρόαιμος, pureblood => αυθεντικός,