FAQs About the word fearing

φοβισμένος

of Fear

ανησυχητικό,ενοχλητικός,τριβή,μαγειρευτό,τονίζω,εφίδρωση,ανησυχητικό,βασανιστικός,Δεν τον νοιάζει δεκάρα,Τρίψιμο

Αποδεκτός,λήψη,μόνιμος,ρουλεμάν,ανθεκτικός,εξέχων,βιώσιμο,ανεκτικός,στομάχι

fearfulness => φόβος, fearfully => φοβισμένα, fearful => φοβισμένος, fearer => Φοβισμένος άνθρωπος, feared => φοβισμένος,