Greek Meaning of spluttering
ψελλισμός
Other Greek words related to ψελλισμός
- αναπνοή
- κελάηδισμα
- συζήτηση
- αργός
- λαχανιάζοντας
- εκφορά
- γογγύζοντας
- φώνας
- μιλώντας
- ξεχύνοντας
- ομιλώντας
- εκφώνηση
- ψίθυρος
- γουργούρισμα
- διαφημίσεις
- αερισμός
- ανακοινώνω
- αρθρώνω
- φλεγόμενος
- ξεφυσώντας
- κεραυνοβολία
- εκπομπή
- δηλώνοντας
- εκφορά
- Κραγιόν
- αναζητώντας
- περνώντας
- καταχώρηση
- έκδοση
- παροιμία
- διαμοιρασμός
- ήχος
- λέγοντας
- αερισμός
- εξαερισμός
- λεκτικοποίηση
- φωνοποιώντας
- φωνή
- Μπλα μπλα
- βγάζοντας προς τα έξω
- κατεβαίνω
- διακηρύσσοντας
- εκδίδοντας
- δηλώνοντας
- επιβεβαιωτικός
- ισχυριζόμενος
- ισχυριζόμενος
- ισχυριζόμενος
- εγγυητής
- ομολογώντας
- ρούχα
- διατύπωση
- Giving = Δίνοντας
- διατύπωση
- δημοσιοποίηση
- θέση
- σχολιάζοντας
- Διατύπωση
- σχολιάζοντας
- ξαπλωμένος
- σκίζοντας (έξω)
- γρυλίζοντας
Nearest Words of spluttering
Definitions and Meaning of spluttering in English
spluttering
to speak hastily and confusedly, a confused noise (as of hasty speaking), to speak or say in haste or confusion, to utter hastily or confusedly, to make a noise as if spitting, a confused noise (as of trying to talk too fast), a splashing or sputtering sound
FAQs About the word spluttering
ψελλισμός
to speak hastily and confusedly, a confused noise (as of hasty speaking), to speak or say in haste or confusion, to utter hastily or confusedly, to make a noise
αναπνοή,κελάηδισμα,συζήτηση,αργός,λαχανιάζοντας,εκφορά,γογγύζοντας,φώνας,μιλώντας,ξεχύνοντας
No antonyms found.
spluttered => ξεφυσούσε, splurging => ξοδεύω πολλά χρήματα, splurged => Σπαταλώ, splotchy => Στραβοκράτημα, splotching => λεκές,