Greek Meaning of vocalizing

φωνοποιώντας

Other Greek words related to φωνοποιώντας

Definitions and Meaning of vocalizing in English

Wordnet

vocalizing (n)

the act of singing vocal music

Webster

vocalizing (p. pr. & vb. n.)

of Vocalize

FAQs About the word vocalizing

φωνοποιώντας

the act of singing vocal musicof Vocalize

συζήτηση,παροιμία,διαμοιρασμός,μιλώντας,ομιλώντας,λέγοντας,εκφώνηση,λεκτικοποίηση,ανακοινώνω,αρθρώνω

κατασταλτικός,αποπνικτικός

vocalizer => βωκοδεράς, vocalized => Φωνητικό, vocalize => Φωνοποιώ, vocalization => φώνηση, vocality => φωνητικότητα,