Greek Meaning of vocalize
Φωνοποιώ
Other Greek words related to Φωνοποιώ
- πες
- κοινοποιώ
- μιλάω
- μιλάω
- λέω
- προφέρει
- λεκτικοποιώ
- ανακοινώνω
- αρθρωτός
- φέρνω έξω
- εκφωνώ
- δίνω
- περάσει
- δημοσιεύω
- βάζω
- κραυγή
- Κράτος
- φωνή
- Να εκφράσω με λόγια
- διαφημίζω
- Επιβεβαιώνω
- αέρας
- ισχυρίζομαι
- προτείνω
- μέσος όρος
- ομολογώ
- φλύαρος
- φλόγα
- ξεφουρνίζω
- μπουλόνι
- αναπνέω
- μετάδοση
- κελάηδημα
- σχόλιο
- καναπές
- _δηλώνω_
- διατυπώνω
- χάφτω
- Καταβαίνω
- χείλος
- κοίτα
- στόμα
- Μουρμούρισμα
- φράση
- ανάρτηση
- ανακηρύσσω
- διακήρυξη
- διαφημίζω
- γουργούρισμα
- παρατήρηση
- γρυλίζω
- ήχος
- Βρύση
- εξαερισμός
- αερίζω
- ψιθύρι
- λέξη
- σκίσω
Nearest Words of vocalize
- vocalized => Φωνητικό
- vocalizer => βωκοδεράς
- vocalizing => φωνοποιώντας
- vocally => φωνητικά
- vocalness => φωνητική
- vocation => Κάλεσμα
- vocational => επαγγελματικός
- vocational education => επαγγελματική εκπαίδευση
- vocational program => Πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης
- vocational rehabilitation => επαγγελματική αποκατάσταση
Definitions and Meaning of vocalize in English
vocalize (v)
utter with vibrating vocal chords
sing (each note a scale or in a melody) with the same vowel
pronounce as a vowel
express or state clearly
utter speech sounds
vocalize (v. t.)
To form into voice; to make vocal or sonant; to give intonation or resonance to.
To practice singing on the vowel sounds.
FAQs About the word vocalize
Φωνοποιώ
utter with vibrating vocal chords, sing (each note a scale or in a melody) with the same vowel, pronounce as a vowel, express or state clearly, utter speech sou
πες,κοινοποιώ,μιλάω,μιλάω,λέω,προφέρει,λεκτικοποιώ,ανακοινώνω,αρθρωτός,φέρνω έξω
καταπιέζω,πνίγω
vocalization => φώνηση, vocality => φωνητικότητα, vocalist => Τραγουδιστής, vocalism => φωνητισμός, vocaliser => Φωνοποιώ,