Greek Meaning of vocalizer
βωκοδεράς
Other Greek words related to βωκοδεράς
Nearest Words of vocalizer
- vocalizing => φωνοποιώντας
- vocally => φωνητικά
- vocalness => φωνητική
- vocation => Κάλεσμα
- vocational => επαγγελματικός
- vocational education => επαγγελματική εκπαίδευση
- vocational program => Πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης
- vocational rehabilitation => επαγγελματική αποκατάσταση
- vocational rehabilitation program => πρόγραμμα επαγγελματικής αποκατάστασης
- vocational school => Επαγγελματική σχολή
Definitions and Meaning of vocalizer in English
vocalizer (n)
an organism that can utter vocal sounds
a person who sings
FAQs About the word vocalizer
βωκοδεράς
an organism that can utter vocal sounds, a person who sings
τραγουδιστής,Τραγουδιστής,φωνή,κάλαντα,τραγουδιστής,Βάρδος,Μπελτέρ,ψάλτης,Καλαντιστής,τραγουδιστής
No antonyms found.
vocalized => Φωνητικό, vocalize => Φωνοποιώ, vocalization => φώνηση, vocality => φωνητικότητα, vocalist => Τραγουδιστής,