Greek Meaning of shockable

σοκαριστικός

Other Greek words related to σοκαριστικός

Definitions and Meaning of shockable in English

Wordnet

shockable (a)

capable of being shocked

FAQs About the word shockable

σοκαριστικός

capable of being shocked

σύγκρουση,σύγκρουση,επίδραση,σκούντημα,κτύπημα,χτύπημα,εξόγκωμα,Σύνδρομο διάσεισης,Επαφή,συνάντηση

προσωρινή μνήμη,γοητεία,μαξιλάρι,ευχαρίστηση,ικανοποιώ,παρακαλω,χαίρομαι,διαβεβαιώ,ζητωκραυγές,Άνεση

shock wave => Κρουστικό κύμα, shock troops => Δυνάμεις κρούσης, shock treatment => Ηλεκτροσπασμοθεραπεία, shock therapy => Ηλεκτροσπασμοθεραπεία, shock absorber => Άμορτισέρ,