Greek Meaning of shockable
σοκαριστικός
Other Greek words related to σοκαριστικός
- σύγκρουση
- σύγκρουση
- επίδραση
- σκούντημα
- κτύπημα
- χτύπημα
- εξόγκωμα
- Σύνδρομο διάσεισης
- Επαφή
- συνάντηση
- Πρόσκρουση.
- σκουντάω
- κλοτσιά
- χτυπάω
- χτύπημα
- γροθιά
- χτύπημα
- Χαστούκι
- Απεργία
- Ράπισμα
- μπάσινγκ
- Μπουφές
- σφυρηλάτηση
- χτύπημα
- Γυάλα
- συνάντηση
- Ραπ
- συντρίβω
- ξυλοδαρμός
- αγγίζω
- ξυλοδαρμός
- συντριπτικός
- ξυλοκοπάω
- ξυλοκόπημα
Nearest Words of shockable
Definitions and Meaning of shockable in English
shockable (a)
capable of being shocked
FAQs About the word shockable
σοκαριστικός
capable of being shocked
σύγκρουση,σύγκρουση,επίδραση,σκούντημα,κτύπημα,χτύπημα,εξόγκωμα,Σύνδρομο διάσεισης,Επαφή,συνάντηση
προσωρινή μνήμη,γοητεία,μαξιλάρι,ευχαρίστηση,ικανοποιώ,παρακαλω,χαίρομαι,διαβεβαιώ,ζητωκραυγές,Άνεση
shock wave => Κρουστικό κύμα, shock troops => Δυνάμεις κρούσης, shock treatment => Ηλεκτροσπασμοθεραπεία, shock therapy => Ηλεκτροσπασμοθεραπεία, shock absorber => Άμορτισέρ,