Greek Meaning of tickle
γαργάλημα
Other Greek words related to γαργάλημα
- επιδεινώνω
- οργή
- ενοχλώ
- ενοχλώ
- Σφάλμα
- τρίβω
- σταυρός
- δυσαρέστηση
- εξοργίζει
- ερεθίζω
- χολή
- πάρει
- Σχάρα
- φλεγμόνω
- εξοργίζω
- ερεθίζω
- ερεθίζω
- Εξοργισμός
- Διαταράσσω
- εκνευρίζω
- προκαλώ
- σβήνω
- ερεθίζω
- εξοργίζω
- ξυπνήσω
- Ρούχο
- ενοχλώ
- αναταράζω
- δυσφορία
- ενοχλώ
- τάστα
- Παρακώλυση
- Λιβάνι
- προσβολή
- Μάντεν
- τσουκνίδα
- προσβάλλω
- ενοχλώ
- ανακατεύω
- αναστατωμένος
- Αναφλέγω
- αχνίζω
- προσβολή
- Χάρι
- εκνευρισμός
Nearest Words of tickle
- ticking => τικ-τακ
- ticket-of-leave => εισιτήριο αδείας
- ticketing => Εκδοση Εισιτηριων
- ticketed => οδήγησε με εισητήριο
- ticket window => Ταμείο εισιτηρίων
- ticket tout => Μαυραγορίτης
- ticket taker => Ελεγκτής εισιτηρίων
- ticket stub => Αποκομμένο εισιτήριο
- ticket office => Ταμείο
- ticket line => Ουρά εισιτηρίων
Definitions and Meaning of tickle in English
tickle (n)
a cutaneous sensation often resulting from light stroking
the act of tickling
tickle (v)
touch (a body part) lightly so as to excite the surface nerves and cause uneasiness, laughter, or spasmodic movements
feel sudden intense sensation or emotion
touch or stroke lightly
tickle (v. t.)
To touch lightly, so as to produce a peculiar thrilling sensation, which commonly causes laughter, and a kind of spasm which become dengerous if too long protracted.
To please; to gratify; to make joyous.
tickle (v. i.)
To feel titillation.
To excite the sensation of titillation.
tickle (a.)
Ticklish; easily tickled.
Liable to change; uncertain; inconstant.
Wavering, or liable to waver and fall at the slightest touch; unstable; easily overthrown.
FAQs About the word tickle
γαργάλημα
a cutaneous sensation often resulting from light stroking, the act of tickling, touch (a body part) lightly so as to excite the surface nerves and cause uneasin
βαρετός,Άσκηση,Φαγούρα,τρυπάω,διατρυπάω,τσίμπημα,Βρύση,μυρμήγκιασμα,αναφέρω, φέρνω σε συζήτηση,τρύπα
επιδεινώνω,οργή,ενοχλώ,ενοχλώ,Σφάλμα,τρίβω,σταυρός,δυσαρέστηση,εξοργίζει,ερεθίζω
ticking => τικ-τακ, ticket-of-leave => εισιτήριο αδείας, ticketing => Εκδοση Εισιτηριων, ticketed => οδήγησε με εισητήριο, ticket window => Ταμείο εισιτηρίων,