FAQs About the word bereavement

πένθος

state of sorrow over the death or departure of a loved oneThe state of being bereaved; deprivation; esp., the loss of a relative by death.

απουσία,στέρηση,έλλειψη,στέρηση,στέρηση,δήμευση,απώλεια,Κακοτοποθέτηση,ανάγκη,Χάνομαι

απόκτηση,κέρδος,έλεγχος,χέρια,κατοχή,έχοντας,φύλαξη

bereaved person => Θρηνούντες, bereaved => πενθούντας, bereave => στερώ, bere => μπύρα, berdash => Μπερντάς,