Greek Meaning of heavy lifting

Βαριά ανύψωση

Other Greek words related to Βαριά ανύψωση

Definitions and Meaning of heavy lifting in English

Wordnet

heavy lifting (n)

difficult work

FAQs About the word heavy lifting

Βαριά ανύψωση

difficult work

αρκούδα,Θηρίο,δουλειά του σπιτιού,δουλειά της κακομοίρας,προσπάθεια,αλέθω,πονοκέφαλος,εργασία,Εργασία,Φόρτωμα

αεράκι,σφιγ,Σούπα από πάπια,Παιδιαριώδη πράγματα,ρύθμιση,Κλικ,παιχνίδι παιδιών

heavy hydrogen => βαρύ υδρογόνο, heavy hitter => Βαρύ πυροβολικό, heavy cream => κρέμα γάλακτος, heavy => βαρύς, heavisome => βαρύς,