Greek Meaning of faithfully
πιστά
Other Greek words related to πιστά
Nearest Words of faithfully
Definitions and Meaning of faithfully in English
faithfully (r)
in a faithful manner
FAQs About the word faithfully
πιστά
in a faithful manner
κατάλληλα,σωστά,αξιοπρεπώς,ευπρεπώς,ακριβώς,κατάλληλα,ιδανικά,ακριβώς,με σεβασμό,ορθά
κακός,άσχημα,ανεπαρκώς,φτωχά,τρομερά,ανικανοποιητικά,άθλια,ελλιπώς,απαίσια,φρικτά
faithful => πιστός, faithed => πιστός, faith healing => Θεραπεία πίστεως, faith cure => Θρησκευτική θεραπεία, faith => πίστη,