Greek Meaning of field-pea plant
Φυτό μπιζελιού
Other Greek words related to Φυτό μπιζελιού
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of field-pea plant
- fieldmouse => Αγριόποντικος
- fielding average => Μέσος όρος στο γήπεδο
- fielding => Φίλντινγκ
- fieldhand => Εργάτης γης
- field-grade officer => Επίγειος αξιωματούχος
- fieldfare => Σταυρομύτης
- fielder's choice => Επιλογή του παίκτη
- fielder => αμυντικός
- field-emission microscope => Μικροσκόπιο εκπομπής πεδίου
- field-effect transistor => Διπολικό τρανζίστορ
- fieldpiece => Πυροβόλο πεδίου μάχης
- fields => πεδία
- field-sequential color television => Τηλεόραση με διαδοχικά πεδία με χρώμα
- field-sequential color television system => Σύστημα τηλεόρασης έγχρωμης σειράς
- field-sequential color tv => Χρωματική τηλεόραση με διαδοχική σάρωση
- field-sequential color tv system => Σύστημα έγχρωμης τηλεόρασης πεδίου-σειράς
- fieldsman => παίκτης αμύνης
- fieldstone => πέτρα πεδίου
- field-test => Επιτόπιος έλεγχος
- fieldwork => Εργασία πεδίου
Definitions and Meaning of field-pea plant in English
field-pea plant (n)
variety of pea plant native to the Mediterranean region and North Africa and widely grown especially for forage
FAQs About the word field-pea plant
Φυτό μπιζελιού
variety of pea plant native to the Mediterranean region and North Africa and widely grown especially for forage
No synonyms found.
No antonyms found.
fieldmouse => Αγριόποντικος, fielding average => Μέσος όρος στο γήπεδο, fielding => Φίλντινγκ, fieldhand => Εργάτης γης, field-grade officer => Επίγειος αξιωματούχος,