Greek Meaning of fielded

επί γηπέδου

Other Greek words related to επί γηπέδου

Definitions and Meaning of fielded in English

Webster

fielded (imp. & p. p.)

of Field

Webster

fielded (a.)

Engaged in the field; encamped.

FAQs About the word fielded

επί γηπέδου

of Field, Engaged in the field; encamped.

αντιμετωπίσαμε,χειρίστηκε,διαχειρίζεται,χειραγωγημένος,διαπραγματευμένος,πήρε,επεξεργασμένος,ικανοποιημένος με/με κάτι,παραβιάστηκε,ελιγμένος

εμπόδιο,μπερδεμένος,τσαπατσούλη,κακομεταχειρισμένο,χαλασμένος,τα χαλάω,χαλιά,μπερδεμένη,πρόχειρα,Χαμένη

field-crop => καλλιέργεια αγρού, field wormwood => Αρτεμισία η κοινή, field work => εργασία πεδίου, field winding => περιέλιξη πεδίου, field trip => Εκδρομή,