Greek Meaning of fielded
επί γηπέδου
Other Greek words related to επί γηπέδου
- αντιμετωπίσαμε
- χειρίστηκε
- διαχειρίζεται
- χειραγωγημένος
- διαπραγματευμένος
- πήρε
- επεξεργασμένος
- ικανοποιημένος με/με κάτι
- παραβιάστηκε
- ελιγμένος
- παίζεται
- έγνεψε
- συμφιλιώθηκε με
- μεταφέρεται
- διεξάγονται
- διέταξε
- ελεγχόμενος
- αντιμετώπισε (με)
- Σκηνοθετημένο
- σχεδιασμένος
- εκλεπτυσμένος
- κατέβηκε
- παλεύω (με)
- καθοδηγούμενος
- είχε δύναμη πάνω σε
- έσπρωχναν
- τραβηγμένο
- τρέχω
- αντέδρασε σε
- ρυθμιζόμενο
- απάντησε (σε)
- τρέχω
- διέκοψε
Nearest Words of fielded
- field-crop => καλλιέργεια αγρού
- field wormwood => Αρτεμισία η κοινή
- field work => εργασία πεδίου
- field winding => περιέλιξη πεδίου
- field trip => Εκδρομή
- field trial => δοκιμή πεδίου
- field thistle => Καρδαμόχορτο το κοινό
- field theory => Θεωρία πεδίου
- field test => Δοκιμή πεδίου
- field tent => Στρατιωτική σκηνή
- field-effect transistor => Διπολικό τρανζίστορ
- field-emission microscope => Μικροσκόπιο εκπομπής πεδίου
- fielder => αμυντικός
- fielder's choice => Επιλογή του παίκτη
- fieldfare => Σταυρομύτης
- field-grade officer => Επίγειος αξιωματούχος
- fieldhand => Εργάτης γης
- fielding => Φίλντινγκ
- fielding average => Μέσος όρος στο γήπεδο
- fieldmouse => Αγριόποντικος
Definitions and Meaning of fielded in English
fielded (imp. & p. p.)
of Field
fielded (a.)
Engaged in the field; encamped.
FAQs About the word fielded
επί γηπέδου
of Field, Engaged in the field; encamped.
αντιμετωπίσαμε,χειρίστηκε,διαχειρίζεται,χειραγωγημένος,διαπραγματευμένος,πήρε,επεξεργασμένος,ικανοποιημένος με/με κάτι,παραβιάστηκε,ελιγμένος
εμπόδιο,μπερδεμένος,τσαπατσούλη,κακομεταχειρισμένο,χαλασμένος,τα χαλάω,χαλιά,μπερδεμένη,πρόχειρα,Χαμένη
field-crop => καλλιέργεια αγρού, field wormwood => Αρτεμισία η κοινή, field work => εργασία πεδίου, field winding => περιέλιξη πεδίου, field trip => Εκδρομή,