Greek Meaning of field work
εργασία πεδίου
Other Greek words related to εργασία πεδίου
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of field work
- field winding => περιέλιξη πεδίου
- field trip => Εκδρομή
- field trial => δοκιμή πεδίου
- field thistle => Καρδαμόχορτο το κοινό
- field theory => Θεωρία πεδίου
- field test => Δοκιμή πεδίου
- field tent => Στρατιωτική σκηνή
- field strength unit => Μονάδα έντασης πεδίου
- field strength => Ένταση πεδίου
- field sport => Υπαίθριο άθλημα
- field wormwood => Αρτεμισία η κοινή
- field-crop => καλλιέργεια αγρού
- fielded => επί γηπέδου
- field-effect transistor => Διπολικό τρανζίστορ
- field-emission microscope => Μικροσκόπιο εκπομπής πεδίου
- fielder => αμυντικός
- fielder's choice => Επιλογή του παίκτη
- fieldfare => Σταυρομύτης
- field-grade officer => Επίγειος αξιωματούχος
- fieldhand => Εργάτης γης
Definitions and Meaning of field work in English
field work (n)
an investigation carried out in the field rather than in a laboratory or headquarters
FAQs About the word field work
εργασία πεδίου
an investigation carried out in the field rather than in a laboratory or headquarters
No synonyms found.
No antonyms found.
field winding => περιέλιξη πεδίου, field trip => Εκδρομή, field trial => δοκιμή πεδίου, field thistle => Καρδαμόχορτο το κοινό, field theory => Θεωρία πεδίου,