Greek Meaning of self-loader

αυτοφορτωτής

Other Greek words related to αυτοφορτωτής

Definitions and Meaning of self-loader in English

Wordnet

self-loader (n)

a firearm that reloads itself

FAQs About the word self-loader

αυτοφορτωτής

a firearm that reloads itself

Αρκέβουσα,Οπισθογεμής ,Ευρωπαϊκό περίστροφο,Πυροβόλο όπλο,Πυροσωλήνας,μουσκέτο,Περίστροφο,τυφέκιο,ημιαυτόματο,Πλευρικό όπλο

No antonyms found.

self-limited => Αυτοπεριοριζόμενος, self-life => Αυτοβιογραφία, selflessness => Αυτοθυσία, selflessly => ανιδιοτελώς, selfless => ανιδιοτελής,