Greek Meaning of self-loader
αυτοφορτωτής
Other Greek words related to αυτοφορτωτής
- Αρκέβουσα
- Οπισθογεμής
- Ευρωπαϊκό περίστροφο
- Πυροβόλο όπλο
- Πυροσωλήνας
- μουσκέτο
- Περίστροφο
- τυφέκιο
- ημιαυτόματο
- Πλευρικό όπλο
- Έξι-shooter
- λειόκαννο
- Επιθετικό τουφέκι
- αυτόματος
- Μπλαυντέρμπους
- καραμπίνα
- Culverin
- Πυροβόλο πεδίου μάχης
- Φωτιά
- πυροβόλο όπλο με πυρίτιο
- σαράντα πέντε
- γάτα
- αρκεβούζιο
- Πολυβόλο
- ράβδος
- Ρόσκο
- Περίστροφο
- Πολυβόλο
- εικοσι δύο
- χέρι
- θερμότητα
- κομμάτι
- επαναλήπτης
- Όπλο ελαφρύ
- ψαροντούφεκο
- Τόμσον
Nearest Words of self-loader
Definitions and Meaning of self-loader in English
self-loader (n)
a firearm that reloads itself
FAQs About the word self-loader
αυτοφορτωτής
a firearm that reloads itself
Αρκέβουσα,Οπισθογεμής ,Ευρωπαϊκό περίστροφο,Πυροβόλο όπλο,Πυροσωλήνας,μουσκέτο,Περίστροφο,τυφέκιο,ημιαυτόματο,Πλευρικό όπλο
No antonyms found.
self-limited => Αυτοπεριοριζόμενος, self-life => Αυτοβιογραφία, selflessness => Αυτοθυσία, selflessly => ανιδιοτελώς, selfless => ανιδιοτελής,