Greek Meaning of skinbound
δερματάκινος
Other Greek words related to δερματάκινος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of skinbound
- skin tumor => Όγκος του δέρματος
- skin test => Δερματική δοκιμασία
- skin senses => Δερματικές αισθήσεις
- skin sensation => Αίσθηση στο δέρμα
- skin rash => δερματικό εξάνθημα
- skin pop => Ποπ δέρμα
- skin perceptiveness => Αντίληψη δέρματος
- skin patch => Επίθεμα δέρματος
- skin over => καλύπτει το δέρμα
- skin graft => Μόσχευμα δέρματος
Definitions and Meaning of skinbound in English
skinbound (a.)
Having the skin adhering closely and rigidly to the flesh; hidebound.
FAQs About the word skinbound
δερματάκινος
Having the skin adhering closely and rigidly to the flesh; hidebound.
No synonyms found.
No antonyms found.
skin tumor => Όγκος του δέρματος, skin test => Δερματική δοκιμασία, skin senses => Δερματικές αισθήσεις, skin sensation => Αίσθηση στο δέρμα, skin rash => δερματικό εξάνθημα,