Greek Meaning of moodily

μελαγχολικά

Other Greek words related to μελαγχολικά

Definitions and Meaning of moodily in English

Wordnet

moodily (r)

in a moody manner

Webster

moodily (adv.)

In a moody manner.

FAQs About the word moodily

μελαγχολικά

in a moody mannerIn a moody manner.

μεταβλητός,παρορμητικός,ευερέθιστος,_ιδιότροπος_,ασταθής,ασταθής,Καπριτσιόζος,τρομακτικός,υδραργυρικός,σουμπρός

ακόμα,άκαμπτος,σταθερά,ισόρροπος,αμετάβλητος,σταθερός,σταθερός,αμετάβλητο,αμετάβλητος,αμετάβλητος

mooder => γκρινιάρης, mood => διάθεση, moo-cow => Μουυυ αρσενική αγελάδα, moocher => τσιμπούρι, mooch => τζαμπατζής,