Greek Meaning of henchman
δεξί χέρι
Other Greek words related to δεξί χέρι
- μαθητής
- μίνιον
- στρατιώτης
- ακόλουθος
- οπαδός
- απόστολος
- apartsitski
- στρατιώτης
- αφοσιωμένος
- υπηρέτης
- υπηρέτης
- Ακόλουθος
- παράσιτο
- ακολούθησε
- βασιλικός
- ιεραπόστολος
- Μυρμιδόνες
- αντάρτης
- Μαθητής
- Δορυφόρος
- μπουμπούνας
- μαθητής
- οπαδός
- κόλακας
- Κόλακας
- Ναι-άνδρας
- υπηρέτης
- Κολαούζος
- Θαυμάστρια
- συνήγορος
- υποστηρικτής
- πρωταθλητής
- μετατρέπω
- λατρευτής
- ενθουσιώδης
- Επίγονος
- πιστός
- ανεμιστήρας
- ιδεολόγος.
- ιδεολόγος
- ιδεολόγος
- μεροληπτικός
- λόγιος
- σεκταριστικός
- αφιερωμένος
- Λάτρης
- προσκυνητής
- προσκυνητής
- Ζηλωτής
- Ειδωλολάτρης
- υποτελής
- προσήλυτος
- προστατευόμενος
Nearest Words of henchman
- hencoop => κοτέτσι
- hende => ένας
- hendecagon => ένδεκάγωνο
- hendecane => Ενδεκάνιο
- hendecasyllabic => ενδεκασύλλαβος
- hendecasyllable => ενδεκασύλλαβος
- hendecatoic => ενδεκάπλευρος
- hendiadys => χενδιάδης
- hendrik antoon lorentz => Χέντρικ Άντον Λόρεντζ
- hendrik frensch verwoerd => Χέντρικ Φρενς Φέρβουρντ
Definitions and Meaning of henchman in English
henchman (n)
someone who assists in a plot
henchman (n.)
An attendant; a servant; a follower. Now chiefly used as a political cant term.
FAQs About the word henchman
δεξί χέρι
someone who assists in a plotAn attendant; a servant; a follower. Now chiefly used as a political cant term.
μαθητής,μίνιον,στρατιώτης,ακόλουθος,οπαδός,απόστολος,apartsitski,στρατιώτης,αφοσιωμένος,υπηρέτης
αποστάτης,λιποτάκτης,ηγέτης,παρίας,προδότης
henchboy => μπράβος, henceforward => εφεξής, henceforth => εξής, hence => επομένως, henbit => Τσουκνίδα,