FAQs About the word idolator

Ειδωλολάτρης

a person who admires or loves greatly, a worshipper of idols, a person that admires intensely and often blindly one that is not usually a subject of worship

άθεος,ειδωλολάτρης,εθνικός,Εθνικός,Άπιστος,Γκιαούρη,Άπιστος,κακούργος,μη Χριστιανός,Μη Εβραίος

Χριστιανός,Εβραίος,μουσουλμάνος

idolaters => είδωλολάτρες, idlers => τεμπέληδες, idioms => Φράσεις, ID'ing => Ταυτοποίηση, IDing => Αναγνώριση,