FAQs About the word giaour

Γκιαούρη

An infidel; -- a term applied by Turks to disbelievers in the Mohammedan religion, especially Christrians.

άθεος,Ειδωλολάτρης,Άπιστος,Άπιστος,άπιστος,ειδωλολάτρης,άπιστος,εθνικός,Εθνικός,ειδωλολάτρης

Χριστιανός,Εβραίος,μουσουλμάνος

giantship => Γιγαντιαίο πλοίο, giantry => γάντρυ, giantly => γιγαντιαία, giantize => γιγαντώνω, giantism => Γιγαντισμός,