Greek Meaning of apparatchik
apartsitski
Other Greek words related to apartsitski
- οπαδός
- υπηρέτης
- ακολούθησε
- μίνιον
- στρατιώτης
- ακόλουθος
- απόστολος
- μετατρέπω
- μαθητής
- πιστός
- υπηρέτης
- Ακόλουθος
- παράσιτο
- δεξί χέρι
- ιεραπόστολος
- Μυρμιδόνες
- αντάρτης
- Δορυφόρος
- μπουμπούνας
- κόλακας
- Κόλακας
- Λάτρης
- Ναι-άνδρας
- υπηρέτης
- Κολαούζος
- Θαυμάστρια
- συνήγορος
- υποστηρικτής
- στρατιώτης
- πρωταθλητής
- λατρευτής
- αφοσιωμένος
- ενθουσιώδης
- Επίγονος
- ανεμιστήρας
- ιδεολόγος.
- ιδεολόγος
- ιδεολόγος
- ειδωλολάτρης
- βασιλικός
- μεροληπτικός
- Μαθητής
- λόγιος
- σεκταριστικός
- μαθητής
- οπαδός
- αφιερωμένος
- προσκυνητής
- Ζηλωτής
- υποτελής
- προσήλυτος
- προστατευόμενος
Nearest Words of apparatchik
Definitions and Meaning of apparatchik in English
apparatchik (n)
a humorous but derogatory term for an official of a large organization (especially a political organization)
a communist who was a member of the administrative system of a communist party
FAQs About the word apparatchik
apartsitski
a humorous but derogatory term for an official of a large organization (especially a political organization), a communist who was a member of the administrative
οπαδός,υπηρέτης,ακολούθησε,μίνιον,στρατιώτης,ακόλουθος,απόστολος,μετατρέπω,μαθητής,πιστός
αποστάτης,λιποτάκτης,παρίας,προδότης,ηγέτης
apparaillyng => προετοιμασία, appanagist => απολαύων πρόσοδο ή ετήσιο βοήθημα, appanage => Απαναγή, appaloosa => Απαλούζα, appallment => φρίκη,