Greek Meaning of dribbler
δριμπλαδόρος
Other Greek words related to δριμπλαδόρος
- bit
- ψίχουλο
- σταγόνα
- κηλίδα
- δημητριακά
- Μόριο
- μπουκιά
- σωματίδιο
- τσιρότο
- σκραπ
- τεμαχίζω
- απόσπασμα
- Κηλίδα
- Άτομο
- δάγκωμα
- νταμπ
- παύλα
- κουτσουλιά
- κλάσμα
- θραύσμα
- Κοκκία
- τελεία
- μπουκιά
- τάφρος
- μπουκιά
- σκλήθρα
- κομμάτι
- τσίμπημα
- μερίδα
- δισταγμός
- θραύσμα
- απόσπασμα
- σερί
- γεύση
- τίτλος
- αγγίζω
- ίχνος
- ψιθύρι
- άσσος
- τσιπ
- αποκόμματα
- σταγόνα
- νιφάδα
- μισό πένι
- Μισό πένι
- ιώτα
- Κένινγκ
- ελάχιστος
- Ακάρεο
- λίγο
- κέλυφος
- ουγγιά
- Ξύσιμο
- μέρος
- ενότητα
- θραύσμα
- ξύρισμα
- Ρίγος
- ανοησίες
- ψιχουλάκι
- ψήγμα
- ψίχουλο
- λίγο
- Αγκάθι
- κουκκίδα
- καταπόνηση
- υποψία
- tidbit
- μεζές
- whit
- άλογο
Nearest Words of dribbler
Definitions and Meaning of dribbler in English
dribbler (n)
a basketball player who is dribbling the ball to advance it
a person who dribbles
dribbler (n.)
One who dribbles.
FAQs About the word dribbler
δριμπλαδόρος
a basketball player who is dribbling the ball to advance it, a person who dribblesOne who dribbles.
bit,ψίχουλο,σταγόνα,κηλίδα,δημητριακά,Μόριο,μπουκιά,σωματίδιο,τσιρότο,σκραπ
κουβάς,κομμάτι,φάτσα,φορτία,εξόγκωμα,μάζα,βουνό,σωρός,ποσότητα,πλάκα
dribbled => ντρίμπλαρε, dribble => ντρίμπλα, dribbing => ντρίπλα, dribber => ποτιστικός, dribbed => έσταζε,