Greek Meaning of sponginess
σπογγώδες
Other Greek words related to σπογγώδες
- μαλακός
- χυλώδης
- μαλακός
- μαλακό
- Συμπιέσιμο
- ζυμαρένιος
- χαλαρός
- Σαρκώδης
- κουτσός
- πολτώδης
- σπογγώδης
- μαλακό
- αέρινος
- ευλύγιστος
- γερμένο
- ελαστικός
- χαλαρός
- ευέλικτος
- ζυμώσιμος
- ψηλόλιγνος
- φως
- λειαντός
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- ανθεκτικός
- Χαλαρός
- εύκαμπτος
- λυγερός
- εφικτό
- υποχωρητικός
- Εύθραυστος
Nearest Words of sponginess
- spongillafly => Σφουγγαροσκώληκας
- sponger => σφουγγάρι
- spongelike => σπογγώδες
- spongefly => Σφουγγώδης μύγα
- sponge up => απορροφώ
- sponge on => Εφαρμόζουμε με σφουγγάρι
- sponge off => Παρασιτώ σε κάποιον
- sponge mushroom => Σπόγγος μανιτάρι
- sponge morel => Μορκέλλα
- sponge mop => Σφουγγάρι σφουγγαρίσματος
- spongioblast => Σπογγιοβλάστη
- spongioblastoma => σπογγιοβλάστωμα
- spongy => σπογγώδης
- sponsor => χορηγός
- sponsorship => χορηγία
- spontaneity => Σποντανεϊκότητα
- spontaneous => αυθόρμητος
- spontaneous abortion => αποβολή
- spontaneous combustion => Αυτόματη ανάφλεξη
- spontaneous generation => Αυθόρμητη γένεση
Definitions and Meaning of sponginess in English
sponginess (n)
the porosity of a sponge
the property of being able to occupy less space
FAQs About the word sponginess
σπογγώδες
the porosity of a sponge, the property of being able to occupy less space
μαλακός,χυλώδης,μαλακός,μαλακό,Συμπιέσιμο,ζυμαρένιος,χαλαρός,Σαρκώδης,κουτσός,πολτώδης
στερεός,σκληρός,ανελαστικό,άκαμπτος,ανθεκτικό,άκαμπτος,στερεός,ήχος,άκαμπτος,δυνατός
spongillafly => Σφουγγαροσκώληκας, sponger => σφουγγάρι, spongelike => σπογγώδες, spongefly => Σφουγγώδης μύγα, sponge up => απορροφώ,