Greek Meaning of potshotting
Κανόνισμα
Other Greek words related to Κανόνισμα
- επιτιθέμενος
- επίπληξη
- χτύπημα
- προσβλητικός
- εφορμώντας
- μπάσινγκ
- ανατίναξη
- επιτιμητικός
- επικριτικός
- παρενόχληση
- προσβλητικός
- καυστικός
- ξυλοδαρμός
- κριτικός
- βρισιά
- πηδώντας (πάνω)
- αυστηρή επικριτική
- ιστιοπλοΐα σε
- άγριος
- Συνδεόμενο με
- υβριστικός
- προσβλητικός
- συκοφαντικός
- κοπιάζω
- Μειωτικός
- μαλώνω
- δυσφήμηση
- βλασφημία
- επιτιμώντας
- επιπληκτικός
- απαξιωτικός
- καταραμένος
- εκρηκτικός
- παρενόχληση
- παρενόχληση
- καταριώντας
- δυσφήμηση
- δυσφήμιση
- Επιπλήττω
- υβριστικός
- συκοφαντία
- μιλάω ακατάληπτα
- καταστροφή
- συκοφαντία
- μαστίγωμα
- δέσιμο παπουτσιών (μέσα)
- μαστίγωμα (για)
- Κράζω κάποιον
- βλασφημία
- Κατεβάζω
Nearest Words of potshotting
Definitions and Meaning of potshotting in English
potshotting
to attack or shoot with a potshot, to take a potshot, a critical remark made in a random or sporadic manner, a critical remark made in a random manner, a shot taken from ambush or at a random or easy target, a shot taken in a casual manner or at an easy target
FAQs About the word potshotting
Κανόνισμα
to attack or shoot with a potshot, to take a potshot, a critical remark made in a random or sporadic manner, a critical remark made in a random manner, a shot t
επιτιθέμενος,επίπληξη,χτύπημα,προσβλητικός,εφορμώντας,μπάσινγκ,ανατίναξη,επιτιμητικός,επικριτικός,παρενόχληση
επαινετικός,αποθεώνοντας,κολακευτικό,χαλάζι,επαινετικό,επευφημούν
potshots => Ευκαιριακοί πυροβολισμοί, pots => γλάστρες, potpourris => Ποτ πουρί, potions => φίλτρα, potholes => Λακκούβες,