Greek Meaning of potty-mouthed

βωμολοχικός

Other Greek words related to βωμολοχικός

Definitions and Meaning of potty-mouthed in English

potty-mouthed

given to the use of vulgar language

FAQs About the word potty-mouthed

βωμολοχικός

given to the use of vulgar language

προσβλητικός,Χοντρός,περιφρονητικός,ακατέργαστος,Βρόμικος,φάουλ,αηδιαστικός,απρεπής,προσβλητικός,άσεμνος

πολιτικός,ευγενικός,σεβαστικός,μέτριος,ευγενικός,σεβαστός,εύκρατο,διακριτικός,φιλεύσπλαχνος,συνετός

potting => Γλάστρωμα, potties => γλάστρες, potter's fields => Νεκροταφεία αγγειοπλαστών, pottering (around) => τριγυρνώ, potterers => αγγειοπλάστες,