Greek Meaning of scurrile

άξεστος

Other Greek words related to άξεστος

Definitions and Meaning of scurrile in English

Webster

scurrile (a.)

Such as befits a buffoon or vulgar jester; grossly opprobrious or loudly jocose in language; scurrilous; as, scurrile taunts.

FAQs About the word scurrile

άξεστος

Such as befits a buffoon or vulgar jester; grossly opprobrious or loudly jocose in language; scurrilous; as, scurrile taunts.

προσβλητικός,Βρόμικος,σκανδαλώδης,σκανδαλοθηρικός,υβριστικός,χυδαίος,υβριστικός,Χοντρός,περιφρονητικός,υβριστικός

πολιτικός,σεβαστικός,μέτριος,σεβαστός,εύκρατο,ευγενικός,διακριτικός,φιλεύσπλαχνος,συνετός,ευγενικός

scurrier => σκαντζόχοιρος, scurfy => φολιδωτή, scurfiness => πιτυρίδα, scurff => Πιτυρίδα, scurf => Πιτυρίδα,