Greek Meaning of scurvily
τσιγκουνικά
Other Greek words related to τσιγκουνικά
- φτηνός
- χωλός
- μέση τιμή
- βρώμικο
- θλιβερός
- αποτρόπαιος
- Εξευτελιστικός
- θλιβερό
- άτιμος
- βρώμικος
- αποκρουστικός
- χάλια
- ευτελής
- θλιβερός
- φθαρμένος
- αποκρουστικός
- ψωριασικός
- σιχαμερός
- κλεφτό
- συγγνώμη
- φαύλος
- αποτρόπαιος
- βάση
- χρεωστικός
- άξιος μομφής
- καταδικαστέος
- Δειλός
- δειλός
- κακός
- ατιμωτικός
- ντροπιαστικός
- Άτιμος
- ύποπτος
- αποτρόπαιος
- άτιμος
- ταπεινωτικός
- Χαμηλός
- κατακριτέος
- ερπετό
- αποκρουστικός
- απωθητικός
- αποκρουστικός
- φθαρμένος
- βρώμικος
- άθλιος
- ανήθικος
- Ασυνείδητος
- Αδίστακτος
- κατακριτέος
Nearest Words of scurvily
Definitions and Meaning of scurvily in English
scurvily (r)
in a despicable, ignoble manner
scurvily (adv.)
In a scurvy manner.
FAQs About the word scurvily
τσιγκουνικά
in a despicable, ignoble mannerIn a scurvy manner.
φτηνός,χωλός,μέση τιμή,βρώμικο,θλιβερός,αποτρόπαιος,Εξευτελιστικός,θλιβερό,άτιμος,βρώμικος
θαυμαστός,αξιέπαινος,αξιόπιστος,ειλικρινής,έντιμος,αξιέπαινος,άξιος επαίνου,ευγενής,αξιέπαινος,τρομερός
scurrying => βιαστικός, scurry => σπεύδω, scurrit => σκουρίτ, scurrilously => κακόγουστα, scurrilous => σκανδαλοθηρικός,