Greek Meaning of scurviness

σκορβούτο

Other Greek words related to σκορβούτο

Definitions and Meaning of scurviness in English

Webster

scurviness (n.)

The quality or state of being scurvy; vileness; meanness.

FAQs About the word scurviness

σκορβούτο

The quality or state of being scurvy; vileness; meanness.

φτηνός,χωλός,μέση τιμή,βρώμικο,θλιβερός,αποτρόπαιος,Εξευτελιστικός,θλιβερό,άτιμος,βρώμικος

θαυμαστός,αξιέπαινος,αξιόπιστος,ειλικρινής,έντιμος,αξιέπαινος,άξιος επαίνου,ευγενής,αξιέπαινος,τρομερός

scurvily => τσιγκουνικά, scurrying => βιαστικός, scurry => σπεύδω, scurrit => σκουρίτ, scurrilously => κακόγουστα,