Greek Meaning of belaboring
κοπιάζω
Other Greek words related to κοπιάζω
Nearest Words of belaboring
Definitions and Meaning of belaboring in English
belaboring (p. pr. & vb. n.)
of Belabor
FAQs About the word belaboring
κοπιάζω
of Belabor
τονίζοντας,τονίζω,Κατοικία (σε ή πάνω),Επιμονή (σε),πληρωμή,υπογράμμιση,υπογράμμιση,τονίζοντας,τονίζοντας,δείχνοντας (πάνω)
αγνοώντας,λήθη,αγνοώντας,θέα,προσπέραση,διερχόμενος,υποτιμητικό,ασαφής
belabored => Επιπονώδης, belabor => υπογραμμίζω, bela lugosi => Μπέλα Λουγκόζι, bela ferenc blasko => Μπέλα Φέρεντς Μπλάσκο, bela bartok => Μπέλα Μπάρτοκ,