FAQs About the word shielder

Ασπίδα

a person who cares for persons or property

πυρομαχικά,άμυνα,Προστασία,προστασία,τοίχος,Αιγίδα,πανοπλία,ασπίδα,εξώφυλλο,Φύλακας

παράπτωμα,επιθετικότητα,αδίκημα,προσβλητικό

shielded => προστατευμένος, shielddrake => Νούφαρο, shield-bearer => Ασπιδονόρος, shield of david => αστέρι του Δαυίδ, shield fern => Ασπιδόπτερις,