Greek Meaning of weathered
Φθαρμένος
Other Greek words related to Φθαρμένος
Nearest Words of weathered
- weather-driven => που καθοδηγείται από τον καιρό
- weathercock => Ανέμης
- weather-bound => Καιρός που έχει ως αποτέλεσμα καθυστέρηση
- weatherboarding => Ξυλοκατασκευή
- weather-board => Ξυλοσανίδα
- weatherboard => Διακοσμητική σανίδα
- weather-bitten => Σκαμμένος από τις καιρικές συνθήκες
- weather-bit => Ρουσφέτι του καιρού
- weather-beaten => Σκαμμένος από τον καιρό
- weather vane => Ανέμοστροφος
- weather-fend => ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες
- weatherglass => Bαρόμετρο
- weathering => αποσάθρωση
- weatherliness => αντοχή στις καιρικές συνθήκες
- weatherman => μετεωρολόγος
- weathermost => η πιο εκτεθειμένη στον καιρό πλευρά
- weatherproof => ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες
- weatherstrip => Ταινία στεγανοποίησης
- weather-stripped => Ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες
- weatherstripping => Χαρτοταινία σφράγισης
Definitions and Meaning of weathered in English
weathered (s)
worn by exposure to the weather
weathered (imp. & p. p.)
of Weather
weathered (a.)
Made sloping, so as to throw off water; as, a weathered cornice or window sill.
Having the surface altered in color, texture, or composition, or the edges rounded off by exposure to the elements.
FAQs About the word weathered
Φθαρμένος
worn by exposure to the weatherof Weather, Made sloping, so as to throw off water; as, a weathered cornice or window sill., Having the surface altered in color,
επιβίωσε,άντεξε,ζούσε,τα κατάφερε (μέσα από),rode (out),άντεξε,κατοικία,ανέπνεε,συνέχεια,υπήρχε
αποθανών,αποθανών,πέθανε,ληγμένο,ξεθωριασμένος,πέθανε,πέθανε,νεκρός,πέθανε,Εξαφανίστηκε
weather-driven => που καθοδηγείται από τον καιρό, weathercock => Ανέμης, weather-bound => Καιρός που έχει ως αποτέλεσμα καθυστέρηση, weatherboarding => Ξυλοκατασκευή, weather-board => Ξυλοσανίδα,