Greek Meaning of weathering

αποσάθρωση

Other Greek words related to αποσάθρωση

Definitions and Meaning of weathering in English

Webster

weathering (p. pr. & vb. n.)

of Weather

Webster

weathering (n.)

The action of the elements on a rock in altering its color, texture, or composition, or in rounding off its edges.

FAQs About the word weathering

αποσάθρωση

of Weather, The action of the elements on a rock in altering its color, texture, or composition, or in rounding off its edges.

επιζώντες,(είναι),ανθεκτικός,ζωντανό,καταφέρνοντάς το,Ιππασία (έξω),αντέχω,αναπνοή,συνεχόμενος,υπαρκτό

αναχωρούντος,ετοιμοθάνατος,εξατμιζόμενος,ξεθώριασμα,θάνατος,παράδοση (εμπρός),καταστροφικός,υποκύπτοντας,κρώξιμο,αποβιώσας

weatherglass => Bαρόμετρο, weather-fend => ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες, weathered => Φθαρμένος, weather-driven => που καθοδηγείται από τον καιρό, weathercock => Ανέμης,