Greek Meaning of rainproof
αδιάβροχο
Other Greek words related to αδιάβροχο
Nearest Words of rainproof
Definitions and Meaning of rainproof in English
rainproof (s)
not permitting the passage of water
FAQs About the word rainproof
αδιάβροχο
not permitting the passage of water
Αδιάβροχο,αδιάβροχο,Αδιάβροχο,Αδιάβροχο,αμετάβλητος,ανθεκτικό στο νερό,αδιάβροχο,ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες,μη απορροφητικό,υδατοαπωθητικό
πορώδης,απορροφητικός,διαρροή
rainmaking => βροχοποίηση, rainmaker => Βροχομετρητής, rainless => άνυδρος, rain-in-the-face => βροχή στο πρόσωπο, raining => βροχερός,