FAQs About the word rainproof

αδιάβροχο

not permitting the passage of water

Αδιάβροχο,αδιάβροχο,Αδιάβροχο,Αδιάβροχο,αμετάβλητος,ανθεκτικό στο νερό,αδιάβροχο,ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες,μη απορροφητικό,υδατοαπωθητικό

πορώδης,απορροφητικός,διαρροή

rainmaking => βροχοποίηση, rainmaker => Βροχομετρητής, rainless => άνυδρος, rain-in-the-face => βροχή στο πρόσωπο, raining => βροχερός,