Greek Meaning of nascency

γένεση

Other Greek words related to γένεση

Definitions and Meaning of nascency in English

Wordnet

nascency (n)

the event of being born

Webster

nascency (n.)

State of being nascent; birth; beginning; origin.

FAQs About the word nascency

γένεση

the event of being bornState of being nascent; birth; beginning; origin.

άλφα,αρχή,έναρξη,έναρξη,Εκτόξευση,έναρξη,αρχή,βασική γραμμή,γέννηση,Αυγή

κοντά,ολοκλήρωση,Συμπέρασμα,τέλος,τέλος,περίοδος,παύση,κλείσιμο,κλείσιμο,τέλος

nascence => Γέννηση, nascal => Nascar, nasally => από τη μύτη, nasalizing => ρινική, nasalized => ρινικός,