Greek Meaning of genesis
Γένεση
Other Greek words related to Γένεση
- άλφα
- αρχή
- έναρξη
- έναρξη
- Εκτόξευση
- έναρξη
- αρχή
- βασική γραμμή
- γέννηση
- Αυγή
- αρχή
- αρχή
- βρεφική ηλικία
- έναρξη
- έναρξη
- πρωί
- Γέννηση
- γένεση
- προέλευση
- προέλευση
- αρχή
- κατώφλι
- πρώτη μέρα
- από την αρχή
- ερχομός
- εμφάνιση
- άφιξη
- παιδική ηλικία
- κούνια
- δημιουργία
- αυγή
- ντεμπούτο
- Σχεδιαστήριο
- ανάδυση
- πρώτη βάση
- ιδρυτικός
- κρήνη
- πηγή
- μικρόβιο
- από την αρχή
- σημείο μηδέν
- εναρκτήρια τελετή
- ίδρυμα
- άνοιγμα
- ρίζα
- σπορείο
- πηγή
- άνοιξη
- τετραγωνικό ένα
- καλά
- Πηγή
Nearest Words of genesis
Definitions and Meaning of genesis in English
genesis (n)
a coming into being
the first book of the Old Testament: tells of Creation; Adam and Eve; the Fall of Man; Cain and Abel; Noah and the flood; God's covenant with Abraham; Abraham and Isaac; Jacob and Esau; Joseph and his brothers
genesis (n.)
The act of producing, or giving birth or origin to anything; the process or mode of originating; production; formation; origination.
The first book of the Old Testament; -- so called by the Greek translators, from its containing the history of the creation of the world and of the human race.
Same as Generation.
FAQs About the word genesis
Γένεση
a coming into being, the first book of the Old Testament: tells of Creation; Adam and Eve; the Fall of Man; Cain and Abel; Noah and the flood; God's covenant wi
άλφα,αρχή,έναρξη,έναρξη,Εκτόξευση,έναρξη,αρχή,βασική γραμμή,γέννηση,Αυγή
κοντά,Συμπέρασμα,τέλος,τέλος,περίοδος,παύση,κλείσιμο,κλείσιμο,ολοκλήρωση,τέλος
genesial => γενεσιουργός, genesee epoch => Εποχή Genesee, generousness => γενναιοδωρία, generously => γενναιόδωρα, generous => γενναιόδωρος,