Greek Meaning of incipience
αρχή
Other Greek words related to αρχή
- άλφα
- αρχή
- έναρξη
- έναρξη
- Εκτόξευση
- έναρξη
- αρχή
- βασική γραμμή
- γέννηση
- Αυγή
- Γένεση
- αρχή
- βρεφική ηλικία
- έναρξη
- Γέννηση
- γένεση
- αρχή
- κατώφλι
- πρώτη μέρα
- ερχομός
- άφιξη
- παιδική ηλικία
- κούνια
- δημιουργία
- αυγή
- ντεμπούτο
- Σχεδιαστήριο
- ανάδυση
- πρώτη βάση
- ιδρυτικός
- κρήνη
- μικρόβιο
- από την αρχή
- σημείο μηδέν
- εναρκτήρια τελετή
- έναρξη
- ίδρυμα
- πρωί
- άνοιγμα
- προέλευση
- προέλευση
- πηγή
- άνοιξη
- καλά
- Πηγή
- από την αρχή
Nearest Words of incipience
Definitions and Meaning of incipience in English
incipience (n)
beginning to exist or to be apparent
incipience (n.)
Alt. of Incipiency
FAQs About the word incipience
αρχή
beginning to exist or to be apparentAlt. of Incipiency
άλφα,αρχή,έναρξη,έναρξη,Εκτόξευση,έναρξη,αρχή,βασική γραμμή,γέννηση,Αυγή
κοντά,Συμπέρασμα,τέλος,τέλος,περίοδος,παύση,κλείσιμο,κλείσιμο,ολοκλήρωση,τέλος
incinerator => καμίνι καύσης, incineration => Καύση, incinerating => καύση, incinerated => καίει, incinerate => καίω,