Greek Meaning of inception

έναρξη

Other Greek words related to έναρξη

Definitions and Meaning of inception in English

Wordnet

inception (n)

an event that is a beginning; a first part or stage of subsequent events

Webster

inception (n.)

Beginning; commencement; initiation.

Reception; a taking in.

FAQs About the word inception

έναρξη

an event that is a beginning; a first part or stage of subsequent eventsBeginning; commencement; initiation., Reception; a taking in.

άλφα,αρχή,έναρξη,Εκτόξευση,έναρξη,αρχή,βασική γραμμή,γέννηση,Αυγή,ιδρυτικός

κοντά,ολοκλήρωση,Συμπέρασμα,τέλος,τέλος,περίοδος,παύση,κλείσιμο,κλείσιμο,τέλος

incentively => Με κίνητρα, incentive stock option => Εξωτερικό κίνητρο απόδοσης κι επιλογές εξάσκησης μετοχών, incentive scheme => πρόγραμμα κινήτρων, incentive program => πρόγραμμα κινήτρων, incentive option => Επιλογή κινήτρων,